Πέτρι, Γουίλιαμ Μάθιου Φλίντερς — (Petri, Τσάρλτον 1853 – Ιερουσαλήμ 1942). Άγγλος αιγυπτιολόγος και αρχαιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου· θεωρείται ο πρώτος που χρησιμοποίησε επιστημονικές μεθόδους στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Έκανε ανασκαφές στις… … Dictionary of Greek
Πέτρι, Έγκον — (Petri, 1881 – 1962). Γερμανός πιανίστας και δάσκαλος. Ήταν ολλανδικής καταγωγής. Σε νεαρή ηλικία έπαιζε βιολί σε κουαρτέτο που είχε οργανώσει ο πατέρας του, βιολιστής Χένρι Π. Αργότερα έπαιξε στη Βασιλική Ορχήστρα της Δρέσδης. Στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
Πέτρι, Λαυρέντι — (Petri, 1499 – 1573). Σουηδός ιερωμένος. Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σουηδικής Mεταρρύθμισης. Το 1531 έγινε ο πρώτος διαμαρτυρόμενος αρχιεπίσκοπος της Σουηδίας. Επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση της Βίβλου στα σουηδικά… … Dictionary of Greek
Πέτρι, Ολάβιους — (Petri, 1493 – 1552). Σουηδός συγγραφέας και προσωπικότητα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης. Ηταν γιος σιδηρουργού και αδελφός του Λαυρέντι Π. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης και έγινε οπαδός του Μ. Λούθηρου. Στη συνέχεια, ως ιερέας στη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Проба и пробирное дело — (Probe, essai) так называется определение лигатуры в драгоценных металлах, а также знаки, налагаемые особыми контрольными учреждениями на изделия из них с назначением гарантировать для частных лиц определенное законом содержание благородных… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek